tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ν. Κογιουμτσής στο “ΠΑΡΟΝ”: Η αγορά μετά το Πάσχα και πριν από τις ευρωεκλογές

Άρθρο του Αντιπροέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Νίκου Κογιουμτσή, στην εφημερίδα “ΤΟ ΠΑΡΟΝ” (26/5/2024).


Η αγορά διανύει μια νωχελική και υποτονική περίοδο σχεδόν από τις αρχές του χρόνου. Ο εμπορικός και επιχειρηματικός κόσμος της χώρας είχε επενδύσει στην πασχαλινή περίοδο για κάποια καταναλωτική ανάσα, ώστε να αντισταθμισθούν σε έναν βαθμό οι όποιες δυσκολίες των προηγούμενων μηνών. Τελικά, οι όποιες προσδοκίες δεν ευοδώθηκαν για αρκετά σημαντικό ποσοστό εμπόρων, επιχειρηματιών και επαγγελματιών. Κατά τη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου παρατηρήσαμε δύο ταχύτητες στην κατανάλωση.
Στις τουριστικές περιοχές έδωσε προστιθέμενη αξία στην κατανάλωση και η παρουσία των τουριστών. Σε όλες τις άλλες περιοχές, και κυρίως στις περιφερειακές αγορές, η κίνηση ήταν υποτονική και σίγουρα υπολειπόταν σε σύγκριση με την περσινή πασχαλινή περίοδο. Το μεγάλο πρόβλημα της υστέρησης στην κατανάλωση οφείλεται κυρίως στην εντεινόμενη και επίμονη ακρίβεια που παρατηρείται κατά κύριο λόγο στα τρόφιμα και στα καύσιμα. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνεχίζει να είναι υψηλός, στο 5,4%, πολύ πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, που είναι 1,8%. Ουσιαστικά, οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα ευθύνονται για το 1/3 του μέσου πληθωρισμού. Οι λόγοι για τους οποίους επιμένει ο πληθωρισμός στα τρόφιμα είναι αρκετοί, αλλά κυρίως στη χώρα μας ευθύνεται η ανεπάρκεια των ελέγχων από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα.
Η ΔΙΜΕΑ, με 75 υπαλλήλους για όλη τη χώρα, αδυνατεί να διενεργεί ενδελεχείς και ουσιαστικούς ελέγχους, με αποτέλεσμα να οργιάζει το φαινόμενο της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας. Το καθεστώς ειδικά που διέπει τις τιμές από τον παραγωγό στον καταναλωτή έχει πολλούς μεσάζοντες, οι οποίοι αυξάνουν υπερβολικά τις τελικές τιμές, με έναν μηχανισμό ο οποίος δεν είναι απολύτως διαφανής. Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι ο πληθωρισμός της απληστίας, κυρίως από τις πολυεθνικές. Ήταν σωστή η κίνηση του πρωθυπουργού να στείλει επιστολή στην πρόεδρο της Κομισιόν για το θέμα των πολυεθνικών, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και αρκετό καιρό. Θα πρέπει, όμως, να επιδιώξει να υπάρξουν ουσιαστικά και άμεσα αποτελέσματα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το 2022 μέχρι σήμερα, με τα «καλάθια του νοικοκυριού», τα διάφορα «pass» και τα επιδόματα, μπορεί να βοήθησαν, αλλά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανατιμήσεις. Όσο η ακρίβεια στα τρόφιμα και στα καύσιμα θα διατηρείται, θα συνεχίσει να ψαλιδίζεται το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα και όλη η υπόλοιπη αγορά, πλην των μεγάλων ομίλων στα τρόφιμα και στα καύσιμα, θα δυσπραγεί, με την κοινωνία να δυσανασχετεί. Ταυτόχρονα, διανύουμε και προεκλογική περίοδο και είναι διαπιστωμένο ότι σε αυτές τις περιόδους η κατανάλωση επιβραδύνεται.
Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε και το ότι οι ευρωεκλογές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και για την επιχειρηματική και επαγγελματική κοινότητα της χώρας. Οι περισσότερες αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο έχουν προηγουμένως αποφασιστεί στις Βρυξέλλες. Τα προβλήματα, μάλιστα, που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό είναι κοινά για όλες τις χώρες της Ευρώπης και κυρίως για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Θα πρέπει τα κόμματα και οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές να δώσουν έμφαση σε ευρωπαϊκά κυρίως ζητήματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν λύσεις και προοπτικές ανάπτυξης για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας. Πρέπει να αντιληφθούν όλοι, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε εθνικό, ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί τον στυλοβάτη της εθνικής οικονομίας αλλά και της εθνικής απασχόλησης.
Εάν δεν θωρακίσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν, τα προβλήματα που θα κληθούμε να διαχειριστούμε, ως χώρα και ως Ευρώπη, θα γίνουν πολύ πιο δύσκολα. Είναι αναγκαίο να υπάρξει συνεχής ροή πόρων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να μη συνεχίζεται διαρκώς το άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και σε βάρος των μικρών και πολύ μικρών και να μη διευρύνονται οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.