tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στο “Βήμα της Κυριακής”: Φορολογική δικαιοσύνη

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Το Βήμα της Κυριακής” (16/06/2024).


Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ποιοτικά στοιχεία των ευρωεκλογών ήταν οι επιλογές των ελεύθερων επαγγελματιών. Το πρώτο αβίαστο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι έστρεψαν την πλάτη στην κυβέρνηση καθώς μόλις το 28% ψήφισε τους ευρωβουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Στις εθνικές εκλογές του 2023 το ποσοστό ήταν σχεδόν διπλάσιο.

Το που οφείλεται αυτή η αλλαγή στάσης νομίζω ότι το καταλαβαίνουν όλοι. Ο νέος φορολογικός νόμος απειλεί με αφανισμό τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες, τους επαγγελματοβιοτέχνες, τους εμπόρους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι στήριξαν μαζικά κάποιο άλλο κόμμα που τους έπεισε για τις θέσεις του, καθώς δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την ανάλυση των στοιχείων. Οπότε πιθανότατα οι περισσότεροι επέλεξαν είτε την αποχή, είτε μία ψήφο διαμαρτυρίας. Και εκτιμώ ότι τελικά το έλαβαν το μήνυμα στην κυβέρνηση. Το αν θα κάνουν κάτι για να διορθώσουν μία τεράστια αδικία θα το δούμε. Το βέβαιο είναι ότι αυτοί οι φορολογούμενοι θα συνεχίσουν να μάχονται κατά ενός άδικου νόμου που απαιτεί φέτος από αυτούς επιπλέον έσοδα ύψους 550 εκατ. ευρώ.

Όπως έχει προαναγγείλει η Συντονιστική Επιτροπή, τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024 θα προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) αντιδρώντας κυρίως στην αυθαίρετη θεσμοθέτηση τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος. Παράλληλα, για την ίδια μέρα, υπάρχει κάλεσμα για συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το ΣτΕ.

Με αυτές τις κινήσεις όσοι θίγονται με το νέο φορολογικό θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να μείνουν άπραγοι σε κάτι που επηρεάζει άμεσα τις ζωές και το εισόδημα τους και απειλεί την επαγγελματική τους βιωσιμότητα.

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η δημοσία συζήτηση για τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών εξέφρασε μία ξεκάθαρη θέση την οποία έχει ως και σήμερα. Λέμε ναι στην προσπάθεια περιορισμού – και αν δυνατόν της οριστικής πάταξης της φοροδιαφυγής- όμως με όρους ισονομίας και φορολογικής δικαιοσύνης.

Δεν είναι δυνατόν αυτή η κατηγορία των φορολογουμένων να υφίσταται συνεχώς πιέσεις ενώ την ίδια ώρα οι πολύ μεγάλες εταιρείες να παραμένουν στο απυρόβλητο, εκμεταλλευόμενες κάποια «παραθυράκια» του νόμου που τους δίνουν το δικαίωμα στην φοροαποφυγή. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση που έχουν από την Πολιτεία οδηγεί σε σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά. Γιατί όταν μία μεγάλη επιχείρηση εξασφαλίζει μέσω της αποφυγής καταβολής φόρου πολύτιμα κεφάλαια για επενδύσεις, είναι δεδομένο ότι βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από μία μικρή ή πολύ μικρή επιχείρηση που πρέπει να «ματώσει» για να εξασφαλίσει τα ποσά που απαιτεί από αυτήν το κράτος ως φόρο.

Ήδη βλέπουμε τα πολλά τελευταία χρόνια μία εξόφθαλμη αδικία στο θέμα της χρηματοδότησης, με τις μεγάλες επιχειρήσεις να λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος από τους κοινοτικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ ενώ οι ΜμΕ παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό και τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Πλέον αυτή η αδικία μεταφέρεται και στο θέμα της διαφορετικής φορολογικής αντιμετώπισης.

Οπότε περιμένουμε η κυβέρνηση να προχωρήσει στις κατάλληλες κινήσεις για να απονείμει φορολογική δικαιοσύνη, κάτι που χρειάζεται άμεσα η επιχειρηματική κοινότητα και κυρίως οι ΜμΕ.