- 18/12/2020
ΤτΕ: Επιδείνωση των οικονομικών δεδομένων εξαιτίας της πανδημίας το 2020 – Θετικές προοπτικές για το 2021-2022
Το Σεπτέμβριο του 2020 η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεώρησε το βασικό της σενάριο, προ- βλέποντας πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, έναντι αρχικής πρόβλεψης για πτώση κατά 5,8% τον Ιούνιο του 2020. Η επιδείνωση της πανδημίας από τον Οκτώβριο και έπειτα και τα νέα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου στη χώρα αναμένεται να οδηγήσουν σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και σε επί τα χείρω αναθεώρηση της ύφεσης για το σύνολο του 2020. Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την πανδημία, οι μακροοικονομικές προβλέψεις περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Γι’ αυτό, στην παρούσα έκθεση εξετάζονται τρία σενάρια – ένα βασικό και δύο εναλλακτικά, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές, βάσει διαφορετικών υποθέσεων για την εξέλιξη της πανδημίας και τη συνολική διάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν για τον περιορισμό της.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντίστοιχα, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω σενάρια ενσωματώνουν όλα τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που έχουν ανακοινωθεί από την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού.
Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο βασικό σενάριο, εκτιμάται ότι ήταν αρνητική το 2020, λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και λόγω της αναβολής καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και της αύξησης της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας. Τα επόμενα δύο έτη η σταδιακή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας θα συμβάλει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης με σχετικά ήπιους ρυθμούς.
Οι συνολικές επενδύσεις εκτιμάται ότι σημείωσαν σημαντική πτώση το τρέχον έτος αντανακλώντας την πτώση των επιχειρηματικών επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες εκτιμάται ότι αυξήθηκαν. Κατά την περίοδο 2021-2022, η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί, υποβοηθούμενη από τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, την αξιοποίηση των πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Επιπλέον, με την προοπτική της ομαλοποίησης των συνθηκών από το 2021 και την επιτάχυνση των επενδύσεων και των έργων υποδομής, αναμένεται η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και η ανάδειξη νέων ευκαιριών στην αγορά τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων.
Οι συνολικές εξαγωγές εκτιμάται ότι μειώθηκαν το 2020, αντανακλώντας την επίδραση της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί σε παγκόσμιο επίπεδο στα έσοδα από τον τουρισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς το 2021, αλλά και το 2022, σε συνάρτηση με την ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης. Οι εισαγωγές αναμένεται να συμβαδίσουν με την εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης.
Το 2020, αναμένεται να μειωθεί η απασχόληση και να ανακοπεί η αποκλιμάκωση της ανεργίας που καταγραφόταν τα τελευταία χρόνια. Η πανδημία του κορωνοϊού και τα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του επηρεάζουν πιο έντονα την απασχόληση σε κάποιους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Εντούτοις, η συνέχιση των μέτρων στήριξης θα ενισχύσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις και θα βοηθήσει στη διατήρηση και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η ανάκαμψη της οικονομίας με την καταγραφή υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα δύο χρόνια και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των ετών που προηγήθηκαν αναμένεται να οδηγήσουν στη σταδιακή αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και στην υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας.
Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά και των υπηρεσιών, ενώ θα καταγράψει θετικό, αν και χαμηλό, ρυθμό έως το 2022. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα κοντά σε εκείνα του γενικού δείκτη κατά την περίοδο 2020-2022.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Για το 2021, υπό την προϋπόθεση του περιορισμού της πανδημίας και της γρήγορης ανάκαμψης της οικονομίας, ο Προϋπολογισμός 2021 προβλέπει υποχώρηση του πρωτογενούς ελλείμματος σε 3,88% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη αυτή περιλαμβάνει την υλοποίηση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής δέσμης παρεμβάσεων ύψους 4,3% του ΑΕΠ και την αξιοποίηση σε παραγωγικές επενδύσεις, εντός του 2021, ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε 208,9% του ΑΕΠ το 2020 (από 180,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το 2021 αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 199,6% του ΑΕΠ λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 5,6%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η επίπτωση της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και τα συνακόλουθα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν μεσοπρόθεσμα μια προς τα άνω μετατόπιση τόσο της καμπύλης του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ όσο και της καμπύλης των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις. Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Πηγή: Τράπεζα τη Ελλάδος, ενδιάμεση έκθεση 2020
Β