tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Οταν η γερμανική κυβέρνηση αποφασίζει φοροαπαλλαγές

Σημαντικοί εταίροι απομακρύνονται από την Μέρκελ σε θέματα οικονομίας. H λιτότητα θεωρείται από την Ουάσιγκτον μέχρι το Παρίσι, τη Ρώμη και την Αθήνα λάθος

Πρόσφατα η γερμανική εφημερίδα «Die Welt» έγραψε άρθρο με τίτλο «Το τέλος της πολιτικής της λιτότητας – Ολο και πιο μόνη η Γερμανία», αναφέροντας ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: «Σημαντικοί εταίροι απομακρύνονται από την Μέρκελ σε θέματα οικονομικής πολιτικής. H λιτότητα θεωρείται από την Ουάσιγκτον μέχρι το Παρίσι, τη Ρώμη και την Αθήνα ως λανθασμένος δρόμος. Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται, μάλιστα, ότι η πολιτική της λιτότητας οδηγεί την "υπνοβατούσα Ευρώπη στα βράχια". Γερμανοί οικονομολόγοι και πολιτικοί επικρίνουν με δριμύτατα ως μοιραία τα σχέδια των αντιπάλων της λιτότητας, όμως η Γερμανία απομονώνεται. Ο Τζακ Λιου στη Σύνοδο των G-20 στην Κίνα δήλωσε ότι "οι G-20 δεν συζητούν πλέον για ανάπτυξη ή αυστηρή λιτότητα, αλλά για το πώς θα μπορούν να εφαρμόσουν καλύτερα την δημοσιονομική τους πολιτική ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη". Ομως δεν είναι τόσο σύμφωνες όλες οι χώρες όπως τις παρουσίασε ο Τζακ Λιου».

 

Εγραφε στη συνέχεια η εφημερίδα ότι από τη μια μεριά βρίσκεται η καγκελάριος Α. Μέρκελ και ο υπουργός της των Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, που, εν ονόματι του σταθερού ευρώ και των βιώσιμων προϋπολογισμών, καλούν τους Γερμανούς να κάνουν σκληρές οικονομίες, ενώ από την άλλη κυβερνήσεις που αντιτίθενται, επειδή θέλουν να θέσουν σε κίνηση την οικονομία τους.

 

Προς φοροελαφρύνσεις…

 

Κι ενώ η γερμανική εφημερίδα γράφει αυτό το ρεπορτάζ, άλλα ρεπορτάζ αναφέρθηκαν στις εξαγγελίες του υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, για φοροαπαλλαγές, αποδίδοντάς τες μάλιστα στην πρόσφατη εκλογική ήττα του CDU (το κόμμα που ηγείται η Α. Μέρκελ) στο κρατίδιο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία, στα ανατολικά της Γερμανίας, και τη μεγάλη ενίσχυση που είχε το νέο κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), που εκφράζει το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που βλέπει τη Γερμανία σε διαφορετική σχέση με την Ευρωζώνη. Οι εξαγγελίες έγιναν στην Μπούντεσταγκ, (γερμανική Βουλή), όπου ο υπουργός Οικονομικών μίλησε για φοροαπαλλαγές ύψους 15 δισ. ευρώ στα μεσαία και χαμηλά στρώματα μετά τις γενικές εκλογές του 2017. Η γερμανική εφημερίδα «Bild», μάλιστα, έγραψε ότι οι πρώτες περικοπές φόρων θα μπορούσαν να εξεταστούν ακόμη και τώρα. Σύμφωνα με το δημοσίευμά της, δόθηκε στα κυβερνητικά κόμματα έγγραφο που αναφέρει τις πρώτες περικοπές ύψους 6 δισ. ευρώ.

 

Σύμφωνα πάντα με τη «Bild», ο Β. Σόιμπλε θέλει αρχικά να αυξηθούν το βασικό αφορολόγητο όριο και τα επιδόματα παιδιών, καθώς και το ποσό που δίδεται σε γονείς ως βοήθεια για την ανατροφή των παιδιών τους ηλικίας έως 18 χρόνων και σε κάποιες περιπτώσεις έως 25 χρόνων.

 

Ο Β. Σόιμπλε, μιλώντας για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2017, είπε ότι έχει πλεόνασμα 278 δισ. ευρώ, η οικονομία αναπτύσσεται σταθερά δυναμικά και οι συνθήκες ζωής για τους πολίτες έχουν βελτιωθεί όσο ποτέ άλλοτε, με αυξήσεις συντάξεων και μισθών.

 

Πράγματι, μετά από πολλά χρόνια στασιμότητας στους μισθούς, δόθηκε έγκριση από την κυβέρνηση για αυξήσεις μέχρι 3%. Μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία είχε αρχίσει να εφαρμόζει μέτρα δραστικών περικοπών στους εργαζόμενους, με την «Ατζέντα 2010» που αποφάσισε η κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών το 2004.

 

Οσο για τις αυξήσεις των συντάξεων, είναι ένα ερώτημα αν και μετά απ' αυτό, στην πλειοψηφία τους, φτάνουν για να καλύψουν όλες τις στοιχειώδεις ανάγκες των συνταξιούχων. Υπάρχουν δύο ζητήματα που μάλλον φανερώνουν το αντίθετο. Το ένα είναι η επιστροφή συνταξιούχων στη δουλειά. Το δεύτερο η οργισμένη αντιπαράθεση του Β. Σόιμπλε και άλλων Γερμανών ειδικών από οικονομικά επιτελεία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι τα χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια δεν αυξάνουν το εισόδημα των συνταξιούχων. Επίσης, με την πολύχρονη εφαρμογή των εργασιακών σχέσεων «μίνι τζομπς» και μισθό 400 ευρώ το μήνα, έχουν εμφανιστεί συνταξιούχοι με 180 ευρώ σύνταξη.

 

Αλλο ένα ζήτημα, το οποίο παρουσιάζεται ως επιτυχία, είναι η μείωση της ανεργίας, μόνο που αυτό επιτυγχάνεται στον τομέα των υπηρεσιών με θέσεις μερικής απασχόλησης και άλλες μορφές ελαστικών εργασιακών σχέσεων και βέβαια με ανάλογους χαμηλούς μισθούς.

 

Βεβαίως, η γερμανική κυβέρνηση τέτοια προπαγάνδα κάνει, ότι η οικονομία αναπτύσσεται, οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται. Αλλά αν βελτιώνονται οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων, προς τι οι φοροελαφρύνσεις; Και μάλιστα, εκτός από την αύξηση του αφορολόγητου σε κάποια τμήματα των εργαζομένων, προβάλλει την ενίσχυση στο βοήθημα των παιδιών.

 

…για ποιον και για ποιο σκοπό;

 

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο σοσιαλδημοκράτης Ζ. Γκάμπριελ, αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας, είπε στη Βουλή: «Είμαι επομένως πολύ επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά τις μεγάλες περικοπές φόρων». Εκτιμά ότι θα «είναι λάθος να υποσχεθούμε μεγάλες περικοπές φόρων παρά τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες», εννοώντας ως τέτοιες τα χαμηλά επιτόκια και τις χαμηλές τιμές πετρελαίου, λέγοντας ότι αν αυξηθούν και τα δύο, θα μπορούσαν εύκολα να μετατρέψουν το τωρινό πλεόνασμα του προϋπολογισμού σε έλλειμμα.

 

Είπε ακόμη ότι είναι υπέρ της φοροελάφρυνσης για τις ομάδες μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, κυρίως για να ενισχυθεί η ιδιωτική κατανάλωση, και ότι θα ήταν καλό να μειώσουν τις εισφορές για να χρηματοδοτήσουν το σύστημα Κοινωνικής Πρόνοιας.

 

Φαίνεται, λοιπόν, πως η γερμανική κυβέρνηση θέλει να αρχίσει να εφαρμόζει κάποια μέτρα τόνωσης της ζήτησης, αυτό είναι το κίνητρο, δηλαδή η αύξηση τζίρου και κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, και όχι η λαϊκή ευημερία, η κάλυψη λαϊκών αναγκών. Οι φοροελαφρύνσεις αυξάνουν κατά τι το εργατικό – λαϊκό εισόδημα. Είναι ένα κίνητρο για τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, μέσω αύξησης της λαϊκής κατανάλωσης.

 

Αλλά από την παρέμβαση Γκάμπριελ φαίνεται, επίσης, ότι οι φοροαπαλλαγές δεν αναφέρονται μόνο στο εργατικό – λαϊκό εισόδημα, με τις οποίες ο ίδιος συμφωνεί, ενώ εκφράζει διαφωνίες με τον Σόιμπλε και φόβο ότι αν αλλάξουν τα δεδομένα στα επιτόκια και στις τιμές του πετρελαίου, μπορεί να εξανεμιστούν τα πλεονάσματα, να εμφανιστούν ελλείμματα. Αρα, δεν αποκλείεται να υπάρχουν φοροαπαλλαγές και σε άλλους πέρα από τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Τι εννοεί; Μήπως πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους; Ενα τέτοιο μέτρο συμβάλλει σε επενδύσεις και αύξηση κερδών. Αλλά έχει επιφυλάξεις σε αυτό ο Γκάμπριελ, έχει σκέψεις για διαφορετικό μείγμα διαχείρισης σε όφελος του κεφαλαίου; Οι διαφωνίες, πάντως, δείχνουν ανταγωνισμούς ανάμεσα σε τμήματα του γερμανικού κεφαλαίου.

 

Είναι καιρός τώρα, από τα τέλη του 2015, που το ΔΝΤ προτρέπει τη γερμανική κυβέρνηση να ενισχύσει το εργατικό – λαϊκό εισόδημα, ως μέσο τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης και συμβολής στην καπιταλιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με άλλες αναδιαρθρώσεις που θα ωθήσουν σε επενδύσεις. Η φοροελάφρυνση του κεφαλαίου είναι μία απ' αυτές.

 

Βεβαίως, αυτή η πρόταση για τόνωση της εσωτερικής ζήτησης συνοδεύεται με τις προς τα κάτω προβλέψεις για τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και τους κινδύνους από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τη μείωση των εξαγωγών. Υπάρχουν επίσης και επισημάνσεις για άλλους αρνητικούς παράγοντες στην οικονομία της Γερμανίας.

 

Ως προς τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα εξής: Η Κομισιόν προβλέπει για το 2016 ανάπτυξη 1,8% στη Γερμανία, από 1,9% στην προηγούμενή της πρόβλεψη. Το ΔΝΤ προέβλεπε πριν το δημοψήφισμα στη Βρετανία ανάπτυξη 1,7%, μειωμένο σε σχέση με προηγούμενη πρόβλεψή του (1,8%), ως αποτέλεσμα της μείωσης των εξαγωγών λόγω επιβράδυνσης στις αναδυόμενες αγορές, αφού σημαντικό μέρος της παραγωγής της Γερμανίας τροφοδοτεί την εξαγωγική δραστηριότητα. Το ΔΝΤ, όμως, εκτιμά νέα πτώση σε σχέση με το 1,7%, λόγω Brexit. Η γερμανική κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη για το 2016 1,7% από 1,8%.

 

Μεγάλη πτώση εξαγωγών

 

Δύο, λοιπόν, παράγοντες επισημαίνουν, ως προς τις δυσκολίες μιας δυναμικής ανάπτυξης της οικονομίας της Γερμανίας, τις εξαγωγές (αβέβαιη η αύξησή τους, ενώ προβλέπουν και μείωση), και την εσωτερική ζήτηση, με ζητούμενο νέες επενδύσεις και αύξηση του ΑΕΠ.

 

Ομως, η πραγματικότητα στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δε βελτιώνεται, παρά το όποιο φρένο στην επιβράδυνση της Κίνας (δεν προβλέπονται ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 6,5%), αλλά και την ανάπτυξη της Ινδίας με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 7%.

 

Οι φόβοι για μείωση των εξαγωγών της Γερμανίας επαληθεύονται. Ετσι, σύμφωνα με το ηλεκτρονικό «Βήμα» 9/09/2016, «ανησυχητικές ενδείξεις για τη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία αποκαλύπτουν τα στοιχεία για τις γερμανικές εξαγωγές, που δείχνουν επίσης τη σημαντική εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τις οικονομίες των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και δη στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, η Destatis, στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, ανακοίνωσε ότι οι εξαγωγές της χώρας σημείωσαν τον Ιούλιο τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση από τον Αύγουστο του 2015, λόγω κάμψης της παγκόσμιας ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα. Η Destatis κατέγραψε μια οριακή αύξηση των βιομηχανικών παραγγελιών τον Ιούλιο και τη μεγαλύτερη πτώση στη βιομηχανική παραγωγή εδώ και σχεδόν μια διετία.

 

Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, η ζήτηση για γερμανικά προϊόντα υποχώρησε κυρίως στις εκτός ΕΕ χώρες. Οι εξαγωγές σ' αυτές τις χώρες, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, μειώθηκαν κατά 13,8% τον Ιούλη του 2016 συγκριτικά με τον Ιούλη του 2015. Οι εξαγωγές γερμανικών προϊόντων στις χώρες της ΕΕ που είναι εκτός Ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της Βρετανίας) κατέγραψαν πτώση κατά 8,8% τον Ιούλη του 2016 σε σχέση με τον Ιούλη του 2015».

 

Μάλλον οι αναφορές του Β. Σόιμπλε ότι η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά δυναμικά δεν επιβεβαιώνονται, το αντίθετο μάλιστα, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία, να υπάρξει δηλαδή μεγάλη ανάκαμψη, που δεν φαίνεται.

 

«Στροφούλα»;

 

Την ίδια ώρα, επίσης, η γερμανική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα επιπλέον πρόβλημα.

Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», «η αύξηση της γερμανικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ θα ανέλθει στα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ για κάθε μία χρονιά αντίστοιχα το 2019 και το 2020» μετά το Brexit, σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Η συμμετοχή της Γερμανίας θα αυξηθεί στο 25%, αντί του 21% που είναι σήμερα.

 

Παρουσιάζεται μια «στροφούλα» της Γερμανίας προς χαλάρωση; Είναι ένα ερώτημα, με δεδομένο ότι οι φοροελαφρύνσεις θα γίνουν μετά τις εκλογές. Θα γίνουν; Ποιες θα είναι οι οικονομικές συνθήκες τότε; Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να εγκλωβίζονται σε τέτοιες αναζητήσεις. Ο,τι κι αν γίνει, γίνεται για την καπιταλιστική ανάπτυξη, τα κέρδη του κεφαλαίου. Το ίδιο τηρουμένων των αναλογιών ισχύει και στην Ελλάδα, με την προπαγάνδα ότι δημιουργούνται δυνατότητες χαλάρωσης και ανάπτυξης, προπαγάνδα χειραγώγησης στην αστική πολιτική, με άλλες αναλογίες από τη Γερμανία, αφού υπάρχουν τα τεράστια ελλείμματα και κρατικά χρέη, αλλά και η ύφεση της οικονομίας. Οι εργαζόμενοι έχουν το δικό τους δρόμο, διεκδικώντας κάλυψη των απωλειών της περιόδου της κρίσης, κατάργηση όλων των αντεργατικών – αντιλαϊκών νόμων, διεκδίκηση ικανοποίησης όλων των σύγχρονων αναγκών τους κόντρα σε κεφάλαιο, ΕΕ, την εξουσία τους, έως την ανατροπή της.

 

Ι.

 

Πηγή: Ριζοσπάστης

 

 

ΣΒ