tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Ναυτεμπορική”: Σχεδιάζοντας το ιδανικό βιώσιμο περιβάλλον για τις μικρομεσαίες

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην ειδική έκδοση της εφημερίδας “Ναυτεμπορική” για τα 100 χρόνια λειτουργίας της (24/4/2024).


Η τελευταία τετραετία έχει σημαδευτεί από διαδοχικές διεθνείς κρίσεις. Η ελληνική οικονομία φαίνεται μέχρι τώρα να αντέχει στις πιέσεις, παρουσιάζοντας υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, παρά το ότι μια σειρά από μακροοικονομικούς δείκτες ευδοκιμούν, η κατάσταση στην κοινωνία και στην αγορά γίνεται όλο και πιο ασφυκτική.

Η ακρίβεια, ιδιαίτερα στα τρόφιμα και στα βασικά αγαθά παραμένει φλέγον πρόβλημα, που επηρεάζει αρνητικά το σύνολο της οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία έρευνα του Ε.Ε.Α. το 95% των ερωτηθέντων απάντησε ότι είναι το νούμερο 1 πρόβλημα.  Μετά και τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή και την επέκτασή της, με τις επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, ο κίνδυνος για νέες πληθωριστικές πιέσεις αυξάνεται. Τα μέτρα που έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα η κυβέρνηση ως ανάχωμα, δεν έχουν φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Η ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δοκιμάζεται σκληρά, εξαιτίας της ταυτόχρονης εκτίναξης του λειτουργικού τους κόστους, της αύξησης του κόστους του χρήματος και της μείωσης των τζίρων τους, καθώς οι δαπάνες των νοικοκυριών περιορίζονται στην κάλυψη βασικών αναγκών. Στις επιπτώσεις της ακρίβειας έχουν προστεθεί πλέον και τα νέα φορολογικά βάρη, τα οποία επωμίζονται από φέτος οι μικρομεσαίοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, εξαιτίας του νέου συστήματος φορολόγησης. Παραμένει, επίσης, άλυτο το πρόβλημα του αποκλεισμού της συντριπτικής πλειονότητας των μικρών επιχειρήσεων από τον τραπεζικό δανεισμό και τα προγράμματα, που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς πόρους.

Για να συνεχίσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να λειτουργούν, να στηρίζουν θέσεις εργασίας και να συνεισφέρουν στα κρατικά έσοδα, έχουν ανάγκη από ένα βιώσιμο και ευνοϊκό για την ανάπτυξή τους περιβάλλον.

Η συγκράτηση της ακρίβειας παραμένει ζήτημα προτεραιότητας. Σε ό,τι αφορά τα εξωγενή αίτια, είναι σημαντικό να υπάρξουν πρωτοβουλίες σε  παγκόσμια κλίμακα, ώστε να αποκλιμακωθούν οι εντάσεις και να μετριαστεί η γεωπολιτική αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή. Χρειάζεται, όμως, αποφασιστική καταπολέμηση και των εσωτερικών παραγόντων που τροφοδοτούν την ακρίβεια, με έμφαση στην πάταξη της αισχροκέρδειας και στη μείωση έμμεσων φόρων, προκειμένου  να μπει φρένο στις αυξήσεις των τιμών σε βασικά αγαθά. Η Ελλάδα οφείλει, επίσης, να διεκδικήσει από την Ε.Ε. την εφαρμογή πολιτικών στήριξης των πολιτών και της εσωτερικής αγοράς, ενάντια στις πληθωριστικές πιέσεις.

Κρίσιμο ζητούμενο είναι η τόνωση της ρευστότητάς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με διεύρυνση της πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό και ανακατεύθυνση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Θα πρέπει, παράλληλα, να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην απλοποίηση των διαδικασιών, καθώς και σε δράσεις ενημέρωσης και υποστήριξης, ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν περισσότερες μικρές επιχειρήσεις. Αναμένουμε, επίσης, δράσεις που θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση εναλλακτικών σχημάτων, όπως είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες, αλλά και στην υποστήριξη και ενίσχυση θεσμών όπως οι μικροπιστώσεις.

Απαιτείται, τέλος, η προώθηση θεσμικών παρεμβάσεων και πολιτικών με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη διασφάλιση όρων ισονομίας.

Είναι ώρα να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα μια νέα Εθνική Στρατηγική, η οποία θα φέρει τη μικρομεσαία επιχείρηση στο επίκεντρο – και όχι στο περιθώριο – της αναπτυξιακής προσπάθειας.