tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην “Εφημερίδα των Συντακτών”: Η μικρή επιχειρηματικότητα στην πρώτη γραμμή

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην “Εφημερίδα των Συντακτών” (06/07/2024).


Με αφορμή τις πρόσφατες ευρωεκλογές, έχει ξεκινήσει ένας ευρύς διάλογος σχετικά με το οικονομικό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα σε ένα γεωπολιτικά ασταθές και έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον. Η ενδυνάμωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας είναι ένα από τα θέματα, που πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο και όχι στο περιθώριο αυτής της συζήτησης.

Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη πάνω από 22 εκατομμύρια μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 99% των επιχειρήσεων και παράγουν πάνω από το 50% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αυτές που συμβάλουν καθοριστικά στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη των οικονομιών της, στην ευημερία και τη συνοχή των κοινωνιών της.

Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ευρώπη – το 93% – είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζομένους. Είναι επιχειρήσεις που προσπαθούν, με εξαιρετικά περιορισμένους πόρους, να παρέχουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, να υποστηρίξουν και να επεκτείνουν τις πωλήσεις τους, να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στις αγορές και στους κλάδους τους, να διεκπεραιώσουν διοικητικά θέματα, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε εργαζόμενους, συνεργάτες και πιστωτές, να συμμορφωθούν με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις. Είναι επιχειρήσεις, που προσπαθούν να εξασφαλίσουν κεφάλαια για την ανάπτυξή τους, αντιμετωπίζοντας την απροθυμία του τραπεζικού συστήματος, στις σύνθετες απαιτήσεις και διαδικασίες ένταξης σε προγράμματα ενίσχυσης, στην απουσία εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Είναι επιχειρήσεις που αγωνιούν για το πώς θα καταφέρουν να συμβαδίσουν με την τεχνολογική εξέλιξη, με τις ανάγκες της πράσινης μετάβασης, για το πώς θα βρουν εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, για να υποστηρίξει τις ανάγκες τους – σε ένα περιβάλλον που πάσχει από έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων.

Σε αυτές τις αγωνίες, πρέπει να δώσουμε πειστικές απαντήσεις σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα στην Ελλάδα, το 94,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και απασχολούν το 55,8% των εργαζομένων και παράγουν το 30,6% της προστιθέμενης αξίας. Πρόκειται για επιχειρήσεις, που συγκροτούν ουσιαστικά τη ραχοκοκκαλιά της οικονομίας και της απασχόλησης στη χώρα.

Όλος αυτός ο κρίσιμος επιχειρηματικός πληθυσμός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα είδος παθογένειας της ελληνικής οικονομίας. Δεν μπορεί να έχει ως μοναδική επιλογή επιβίωσης τη μεγέθυνση. Πρόκειται για μια λανθασμένη προσέγγιση, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη  ούτε το μείζονα ρόλο της μικρής επιχειρηματικότητας στην παραγωγή και την απασχόληση, ούτε τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές της, ανά κλάδο και με βάση το αντικείμενο δραστηριότητας, το επίπεδο τεχνογνωσίας κ.λπ.

Το μικρό επιχειρηματικό μέγεθος δεν μπορεί να θεωρείται εξ ορισμού μειονέκτημα, σε μια εποχή στην οποία η τεχνολογία και η ψηφιοποίηση ευνοούν τη διάχυση της γνώσης, την υιοθέτηση καινοτομιών, την εξωστρέφεια. Η επανάσταση του διαδικτύου βοήθησε στον «εκδημοκρατισμό» της επιχειρηματικότητας, οδηγώντας στην ανάδειξη νέων επιχειρηματικών μοντέλων, επιτρέποντας ακόμα και στην πιο μικρή επιχείρηση να απευθυνθεί σε ένα παγκόσμιο κοινό.

Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσουν στην προσπάθεια της Ευρώπης και της Ελλάδας για ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, για την οικοδόμηση μιας οικονομίας βιώσιμης, με τεχνολογική αυτοδυναμία και ανθεκτικότητα σε κρίσεις.

Γι’ αυτό θα πρέπει η μικρή επιχειρηματικότητα να βρεθεί στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας την επόμενη περίοδο. Χρειάζεται μια νέα, ολιστική προσέγγιση στα θέματα που αφορούν τις μικρές επιχειρήσεις.

Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας είναι να αναβαθμιστεί ουσιαστικά το περιβάλλον χρηματοδότησης των ΜμΕ, με περαιτέρω αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση εναλλακτικών σχημάτων, όπως είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες, αλλά και στην υποστήριξη και ενίσχυση θεσμών όπως οι μικροπιστώσεις.

Στην Ελλάδα, ειδικότερα, χρειαζόμαστε μια θεσμοθετημένη εθνική στρατηγική για τη μικρή επιχειρηματικότητα, η οποία θα προσδιορίζει προτεραιότητες σε επίπεδο τομέων και κλάδων, θα εντοπίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να υποστηριχθεί με ανακατεύθυνση πόρων, προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με δράσεις ειδικά προσαρμοσμένες στα μεγέθη, στις ανάγκες και τις δυνατότητές τους – λαμβάνοντας υπόψη το πρόβλημα της πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό.

Ειδικά όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις,  θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε ενισχύσεις με τη μορφή επιχορήγησης, ενώ και τα δανειακά εργαλεία θα πρέπει να υποστηριχθούν πιο ενεργά από τις τράπεζες, με προσαρμογή των κριτηρίων και των υπηρεσιών τους. Απαιτείται, επίσης, απλοποίηση των διαδικασιών ένταξης, ώστε οι πολύ μικρές επιχειρήσεις να μπορούν να υποβάλλουν προτάσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνδρομή εξωτερικών συμβούλων, κατάρτιση ετήσιου πλάνου προκήρυξης δράσεων, καθώς και ενίσχυση των μηχανισμών υποστήριξης των μικρών επιχειρήσεων για την προετοιμασία επιλέξιμων επενδυτικών προτάσεων.

Χρειάζεται να ενισχύσουμε κατά προτεραιότητα την καινοτομική ικανότητα των μικρών επιχειρήσεων, με την ενθάρρυνση συνεργατικών σχηματισμών και δικτύων καινοτομίας σε τοπικό επίπεδο. Είναι, τέλος,  απαραίτητο να υπάρξουν στοχευμένα προγράμματα για την επανεκπαίδευση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τόσο των επιχειρηματιών όσο και των εργαζομένων – ώστε να μην κινδυνεύσουν από τις αλλαγές που φέρνει η Τεχνητή Νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση.

Ο μόνος δρόμος για μια βιώσιμη και συνεκτική ανάπτυξη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, περνά από την ενδυνάμωση των μικρών επιχειρήσεων. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση, στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε.